- θερμαστρίδα
- η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα]λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιάαρχ.1. κάθε είδος λαβίδας2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια σε σχήμα λαβίδας3. είδος σφήνας ή καρφιού4. θερμαντήρας («τοὺς λέβητας καὶ τὰς θερμάστρεις καὶ τὰς φιάλας», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.